ευφυής πράκτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ευφυής πράκτορας αρσενικό
- (τεχνητή νοημοσύνη) αυτόνομη οντότητα η οποία ενεργεί για την επίτευξη στόχων μετά από παρατήρηση μέσω αισθητήρων, με τη βοήθεια ενεργοποιητών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ευφυής πράκτορας