Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευρωομολογία οι ευρωομολογίες
      γενική της ευρωομολογίας των ευρωομολογιών
    αιτιατική την ευρωομολογία τις ευρωομολογίες
     κλητική ευρωομολογία ευρωομολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευρωομολογία < ευρώ + ομολογία < eurobond

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ευρωομολογία ουδέτερο

  • (οικονομία) αρχικά ομολογία η οποία εκδιδόταν από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πωλείτο σε άλλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία