ευλύγιστα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευλύγιστα < ευλύγιστος + -α
Επίρρημα
επεξεργασίαευλύγιστα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ευλύγιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευλύγιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευλύγιστος