ευλαβικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευλαβικώς < (καθαρεύουσα) εὐλαβικῶς. Μορφολογικά αναλύεται σε ευλαβικός + ευλαβικ(ός) + -ώς
Επίρρημα
επεξεργασίαευλαβικώς
- (παρωχημένο) παρωχημένη μορφή του ευλαβικά
Πηγές
επεξεργασία- ευλαβικώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)