Ετυμολογία

επεξεργασία
ευλαβικώς < (καθαρεύουσα) εὐλαβικῶς. Μορφολογικά αναλύεται σε ευλαβικός + ευλαβικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα

επεξεργασία

ευλαβικώς