ευεπίφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευεπίφορος < ελληνιστική εὐεπίφορος < εὖ + ἐπιφέρω
Επίθετο
επεξεργασίαευεπίφορος
- ο ευάλωτος σε επιρροές
- Ο «άλλος» για την εποχή μας συνιστά ένα αντικείμενο ευεπίφορο σε κάθε λογής σχολιασμό.
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευεπίφορος