ευδιάλυτων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ευδιάλυτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ευδιάλυτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ευδιάλυτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ευδιάλυτος
ευδιάλυτων