ευγενικότητες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαευγενικότητες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευγενικότητα
- τουλάχιστον οι φίλοι σου όταν θέλουν να κράξουν το κάνουν χύμα και γίνεται χαβαλές και όχι με σπόντες και τάχα μου ευγενικότητες (από την ιστοσελίδα - forum των φοιτητών Μηχανολόγων Μηχανικών ΕΜΠ)