ετεροχρονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ετεροχρονία < ετερόχρονος + -ία < ελληνιστική κοινή ἑτερόχρονος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαετεροχρονία θηλυκό
- η ιδιότητα του ετερόχρονου
- (ειδικότερα) (ιατρική) η εμφάνιση οργάνων ή ιστών σε οργανισμό σε χρονική περίοδο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ετερόχρονος, έτερος και χρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ετεροχρονία
|