Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ετεροκαταστροφικός η ετεροκαταστροφική το ετεροκαταστροφικό
      γενική του ετεροκαταστροφικού της ετεροκαταστροφικής του ετεροκαταστροφικού
    αιτιατική τον ετεροκαταστροφικό την ετεροκαταστροφική το ετεροκαταστροφικό
     κλητική ετεροκαταστροφικέ ετεροκαταστροφική ετεροκαταστροφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ετεροκαταστροφικοί οι ετεροκαταστροφικές τα ετεροκαταστροφικά
      γενική των ετεροκαταστροφικών των ετεροκαταστροφικών των ετεροκαταστροφικών
    αιτιατική τους ετεροκαταστροφικούς τις ετεροκαταστροφικές τα ετεροκαταστροφικά
     κλητική ετεροκαταστροφικοί ετεροκαταστροφικές ετεροκαταστροφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ετεροκαταστροφικός < ετερο- + καταστροφικός, ,

  Επίθετο επεξεργασία

(ψυχολογία) ετεροκαταστροφικός (el), -ή, -ό

  • βλαπτικός για τους άλλους, συχνά σωματικά-φυσικά ή ψυχικά-ψυχολογικά