ετεροκαταστροφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
/?/
Ετυμολογία el επεξεργασία
ετεροκαταστροφικός < ετερο- + καταστροφικός, -ή, -ό
Επίθετο επεξεργασία
(ψυχολογία) ετεροκαταστροφικός (el), -ή, -ό
- βλαπτικός για τους άλλους, συχνά σωματικά-φυσικά ή ψυχικά-ψυχολογικά