Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εταιρικός καπιταλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική corporate capitalism, → δείτε τις λέξεις εταιρικός και καπιταλισμός

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

εταιρικός καπιταλισμός αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • εταιρικός κεφαλαιοκρατισμός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία