Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εσωτερικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εσωτερικεύω
  2. θα εσωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εσωτερικεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εσωτερικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωτερίκευση