εσωτερικεύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εσωτερικεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εσωτερικεύω
- θα εσωτερικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εσωτερικεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
εσωτερικεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εσωτερίκευση