εστιατοριάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εστιατοριάκι | τα | εστιατοριάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | εστιατοριάκι | τα | εστιατοριάκια |
κλητική | εστιατοριάκι | εστιατοριάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εστιατοριάκι < εστιατόριο + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
εστιατοριάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εστιατοριάκι
|