ερωτόλογο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαερωτόλογο ουδέτερο
- (συνήθως στον πληθυντικό: ερωτόλογα) λόγος / λόγια με τα οποία εκφράζεται ο έρωτας σε κάποια ή κάποιον
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερωτόλογο
|
ερωτόλογο ουδέτερο
|