ερυθρόδερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερυθρόδερμος | οι | ερυθρόδερμοι |
γενική | του | ερυθρόδερμου & ερυθροδέρμου |
των | ερυθρόδερμων & ερυθροδέρμων |
αιτιατική | τον | ερυθρόδερμο | τους | ερυθρόδερμους & ερυθροδέρμους |
κλητική | ερυθρόδερμε | ερυθρόδερμοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαερυθρόδερμος αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερυθρόδερμος
→ δείτε τη λέξη Ινδιάνος |