ερυθροφρουρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία

Ετυμολογία
επεξεργασία
- ερυθροφρουρός < ερυθρο- + φρουρός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garde rouge[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ερυθροφρουρός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία)
- (συνεκδοχικά, πολιτική) στέλεχος του ΚΚΕ εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
- (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός ένθερμος υποστηρικτής, του ΚΚΕ
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 ερυθροφρουρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ερυθροφρουρός
|