Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ερυθροφρουρός οι ερυθροφρουροί
      γενική του/της ερυθροφρουρού των ερυθροφρουρών
    αιτιατική τον/την ερυθροφρουρό τους/τις ερυθροφρουρούς
     κλητική ερυθροφρουρέ ερυθροφρουροί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ερυθροφρουροί στο εργοστάσιο Βουλκάν, στο Πέτρογκραντ της Ρωσίας, 1917
 
Ερυθροφρουροί στην πλατεία Τιανμεν στο Πεκίνο, 1966

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθροφρουρός < ερυθρο- + φρουρός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική garde rouge[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερυθροφρουρός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (ιστορία)
    1. ονομασία των μελών της οργάνωσης νεολαίας στην κομμουνιστική Κίνα την περίοδο της δεκαετίας του 1960[2]
    2. ονομασία μελών κομμουνιστικών κομμάτων και οργανώσεων που υποστήριζαν τη Ρωσική επανάσταση του 1917 ή την Πολιτιστική Επανάσταση στην Kίνα [1]
  2. (συνεκδοχικά, πολιτική) στέλεχος του ΚΚΕ εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
  3. (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός ένθερμος υποστηρικτής, του ΚΚΕ

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ερυθρός και φρουρός

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 ερυθροφρουρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Μεταφράσεις επεξεργασία