ερυθροποιητίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερυθροποιητίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: erythropoietin < αρχαία ελληνική ερυθρός + ποιέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ερυθροποιητίνη θηλυκό
- (βιοχημεία) ορμόνη που εκκρίνεται από τα νεφρά και απελευθερώνεται στο αίμα, συμβάλλοντας στην παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων (ερυθροκυττάρων) στο μυελό των οστών
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερυθροποιητίνη