Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερυθροποιητίνη οι ερυθροποιητίνες
      γενική της ερυθροποιητίνης των ερυθροποιητινών
    αιτιατική την ερυθροποιητίνη τις ερυθροποιητίνες
     κλητική ερυθροποιητίνη ερυθροποιητίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερυθροποιητίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: erythropoietin < αρχαία ελληνική ερυθρός + ποιέω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερυθροποιητίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία