ερματιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ερματιστός < έρμα
Επίθετο επεξεργασία
ερματιστός, -η, -ο
- αυτός που φέρει έρμα, ή που αναφέρεται σε έρμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ερματιστός
|