Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερματιστός η ερματιστή το ερματιστό
      γενική του ερματιστού της ερματιστής του ερματιστού
    αιτιατική τον ερματιστό την ερματιστή το ερματιστό
     κλητική ερματιστέ ερματιστή ερματιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερματιστοί οι ερματιστές τα ερματιστά
      γενική των ερματιστών των ερματιστών των ερματιστών
    αιτιατική τους ερματιστούς τις ερματιστές τα ερματιστά
     κλητική ερματιστοί ερματιστές ερματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερματιστός < έρμα

  Επίθετο επεξεργασία

ερματιστός, -η, -ο

  • αυτός που φέρει έρμα, ή που αναφέρεται σε έρμα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία