Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εργατοώρα οι εργατοώρες
      γενική της εργατοώρας των εργατοωρών
    αιτιατική την εργατοώρα τις εργατοώρες
     κλητική εργατοώρα εργατοώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εργατοώρα < εργάτης + ώρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εργατοώρα θηλυκό

  • η μέση απόδοση ενός εργάτη, ή υπαλλήλου, ανά ώρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία