Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επτάωρος η επτάωρη το επτάωρο
      γενική του επτάωρου της επτάωρης του επτάωρου
    αιτιατική τον επτάωρο την επτάωρη το επτάωρο
     κλητική επτάωρε επτάωρη επτάωρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επτάωροι οι επτάωρες τα επτάωρα
      γενική των επτάωρων των επτάωρων των επτάωρων
    αιτιατική τους επτάωρους τις επτάωρες τα επτάωρα
     κλητική επτάωροι επτάωρες επτάωρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επτάωρος < επτά- + -ωρος

  Επίθετο επεξεργασία

επτάωρος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία