Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εποπτεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εποπτεύω
  2. θα εποπτεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εποπτεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

εποπτεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επόπτευση