Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

επιφυλάξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφυλάσσω
  2. θα επιφυλάξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφυλάσσω