επισφάλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεπισφάλεια θηλυκό
- κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, που προκαλεί ανησυχία
- (οικονομία) χρέος που είναι αβέβαιο αν θα εισπραχθεί
- Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι δανειολήπτες δεν μπορούν να πληρώσουν, οι τράπεζες γράφουν ολοένα και μεγαλύτερες επισφάλειες και η ρευστότητα στην αγορά τελικά δεν αυξάνεται. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανασφάλεια
|