επιστολογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιστολογραφικός < επιστολογραφία / επιστολογράφος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
επιστολογραφικός
- που έχει σχέση με την επιστολογραφία ή τον επιστολογράφο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις επιστολογράφος, επιστολή και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιστολογραφικός
|