Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιστημονιστής οι επιστημονιστές
      γενική του επιστημονιστή των επιστημονιστών
    αιτιατική τον επιστημονιστή τους επιστημονιστές
     κλητική επιστημονιστή επιστημονιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιστημονιστής < μονισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιστημονιστής αρσενικό

  • ο ασχολούμενος αποκλειστικά με την επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων


  Μεταφράσεις επεξεργασία