επιστάμενη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασία
επιστάμενη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του επιστάμενος
επιστάμενη