• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

επιπόλαση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπόλαση οι επιπολάσεις
      γενική της επιπόλασης* των επιπολάσεων
    αιτιατική την επιπόλαση τις επιπολάσεις
     κλητική επιπόλαση επιπολάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπολάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επιπόλαση < αρχαία ελληνική ἐπιπόλασις < ἐπιπολάζω < ἐπιπολή < ἐπί + πέλω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επιπόλαση θηλυκό

  • (ιατρική, επιδημιολογία) → δείτε τη λέξη επιπολασμός

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • επιπολασμός

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη επιπολάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    επιπόλαση
  • → δείτε τη λέξη επιπολασμός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=επιπόλαση&oldid=5396895"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Ιανουαρίου 2022, στις 11:25

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Ιανουαρίου 2022, στις 11:25.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας