Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπραγματικότητα οι επιπραγματικότητες
      γενική της επιπραγματικότητας των επιπραγματικοτήτων
    αιτιατική την επιπραγματικότητα τις επιπραγματικότητες
     κλητική επιπραγματικότητα επιπραγματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπραγματικότητα οι επιπραγματικότητες
      γενική της επιπραγματικότητας των επιπραγματικοτητών
    αιτιατική την επιπραγματικότητα τις επιπραγματικότητες
     κλητική επιπραγματικότητα επιπραγματικότητες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιπραγματικότητα < επι- + πραγματικότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική augmented reality)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιπραγματικότητα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία