επικροτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπικροτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικροτώ
- θα επικροτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικροτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπικροτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επικρότηση