επικοντίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικοντίστρια < επικοντιστής + κατάληξη θηλυκού -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικοντίστρια θηλυκό
- (αθλητισμός) θηλυκό του επικοντιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικοντίστρια
|
επικοντίστρια θηλυκό
|