επικαθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικαθίζω < αρχαία ελληνική ἐπικαθίζω
Ρήμα
επεξεργασίαεπικαθίζω
- (μεταβατικό) τοποθετώ κάποιον σε κάθισμα, τον βάζω να καθίσει
- (αμετάβατο) άλλη μορφή του επικάθομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικαθίζω
|