Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιδοσιπαγής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

επιδοσιπαγής

  1. που σχετίζεται με την επίδοση
    επιδοσιπαγές μισθολόγιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία