Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιβιβασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
επιβιβασμ
ός
οι
επιβιβασμ
οί
γενική
του
επιβιβασμ
ού
των
επιβιβασμ
ών
αιτιατική
τον
επιβιβασμ
ό
τους
επιβιβασμ
ούς
κλητική
επιβιβασμ
έ
επιβιβασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιβιβασμός
<
επιβιβάζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιβιβασμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
επιβίβαση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιβιβασμός
→
δείτε
τη λέξη
επιβίβαση