επιβιβασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβιβασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιβιβάζω
Μετοχή επεξεργασία
επιβιβασμένος, -η, -ο
- που έχει επιβιβαστεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επιβιβάζω
επιβιβασμένος, -η, -ο