Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επενεργητής οι επενεργητές
      γενική του επενεργητή των επενεργητών
    αιτιατική τον επενεργητή τους επενεργητές
     κλητική επενεργητή επενεργητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επενεργητής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επενεργητής αρσενικό

  • που προκαλεί κίνηση κάποιου μηχανισμού, έλεγχο συστήματος ή διαδικασίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία