Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαρχοποίηση οι επαρχοποιήσεις
      γενική της επαρχοποίησης* των επαρχοποιήσεων
    αιτιατική την επαρχοποίηση τις επαρχοποιήσεις
     κλητική επαρχοποίηση επαρχοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαρχοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαρχοποίηση < έπαρχ(ος) + -ο- + -ποίηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαρχοποίηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία