επαναφορτιζόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναφορτιζόμενος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή επεξεργασία
επαναφορτιζόμενος, -η, -ο
- που μπορεί να φορτιστεί πολλαπλές φορές, είτε με την αφαίρεση της μπαταρίας και τη φόρτισή της είτε συνδέοντας το αντικείμενο με ειδικό φορτιστή
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναφορτιζόμενος