Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναφορτιζόμενος η επαναφορτιζόμενη το επαναφορτιζόμενο
      γενική του επαναφορτιζόμενου της επαναφορτιζόμενης του επαναφορτιζόμενου
    αιτιατική τον επαναφορτιζόμενο την επαναφορτιζόμενη το επαναφορτιζόμενο
     κλητική επαναφορτιζόμενε επαναφορτιζόμενη επαναφορτιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναφορτιζόμενοι οι επαναφορτιζόμενες τα επαναφορτιζόμενα
      γενική των επαναφορτιζόμενων των επαναφορτιζόμενων των επαναφορτιζόμενων
    αιτιατική τους επαναφορτιζόμενους τις επαναφορτιζόμενες τα επαναφορτιζόμενα
     κλητική επαναφορτιζόμενοι επαναφορτιζόμενες επαναφορτιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναφορτιζόμενος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

επαναφορτιζόμενος, -η, -ο

  • που μπορεί να φορτιστεί πολλαπλές φορές, είτε με την αφαίρεση της μπαταρίας και τη φόρτισή της είτε συνδέοντας το αντικείμενο με ειδικό φορτιστή

  Μεταφράσεις επεξεργασία