Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναπατριζόμενος η επαναπατριζόμενη το επαναπατριζόμενο
      γενική του επαναπατριζόμενου της επαναπατριζόμενης του επαναπατριζόμενου
    αιτιατική τον επαναπατριζόμενο την επαναπατριζόμενη το επαναπατριζόμενο
     κλητική επαναπατριζόμενε επαναπατριζόμενη επαναπατριζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναπατριζόμενοι οι επαναπατριζόμενες τα επαναπατριζόμενα
      γενική των επαναπατριζόμενων των επαναπατριζόμενων των επαναπατριζόμενων
    αιτιατική τους επαναπατριζόμενους τις επαναπατριζόμενες τα επαναπατριζόμενα
     κλητική επαναπατριζόμενοι επαναπατριζόμενες επαναπατριζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναπατριζόμενος < λείπει η ετυμολογία

  Μετοχή επεξεργασία

επαναπατριζόμενος

  1. που μόλις γύρισε στην πατρίδα
  2. που βρίσκεται στον δρόμο προς την πατρίδα
  3. που δύναται να επιστρέψει στην πατρίδα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία