επαναλήπτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναλήπτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναλήπτης αρσενικό
- (πληροφορική) η πλήμνη
- (πληροφορική) ο WiFi repeater
Δείτε επίσης επεξεργασία
- signal splitter (διαχωριστής σήματος)
- signal doubler (διπλασιαστής σήματος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναλήπτης
→ δείτε τη λέξη πλήμνη |