Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναδιαπραγμάτευση οι επαναδιαπραγματεύσεις
      γενική της επαναδιαπραγμάτευσης* των επαναδιαπραγματεύσεων
    αιτιατική την επαναδιαπραγμάτευση τις επαναδιαπραγματεύσεις
     κλητική επαναδιαπραγμάτευση επαναδιαπραγματεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναδιαπραγματεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαναδιαπραγμάτευση < επανα- + διαπραγμάτευσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαναδιαπραγμάτευση θηλυκό

  1. διαπραγμάτευση ξανά από την αρχή
    επαναδιαπραγμάτευση του χρέους

  Μεταφράσεις επεξεργασία