επαναδιαπραγμάτευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαναδιαπραγμάτευση < επανα- + διαπραγμάτευσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαναδιαπραγμάτευση θηλυκό
- διαπραγμάτευση ξανά από την αρχή
- επαναδιαπραγμάτευση του χρέους
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαναδιαπραγμάτευση