επανάκριση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανάκριση | οι | επανακρίσεις |
γενική | της | επανάκρισης | των | επανακρίσεων |
αιτιατική | την | επανάκριση | τις | επανακρίσεις |
κλητική | επανάκριση | επανακρίσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επανάκριση < επανακρί(νω) + -ση
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.paˈna.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πα‐νά‐κρι‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
επανάκριση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία του επανακρίνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
επανάκριση
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr