Δείτε επίσης: ἐπαγγελτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαγγελτικός η επαγγελτική το επαγγελτικό
      γενική του επαγγελτικού της επαγγελτικής του επαγγελτικού
    αιτιατική τον επαγγελτικό την επαγγελτική το επαγγελτικό
     κλητική επαγγελτικέ επαγγελτική επαγγελτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαγγελτικοί οι επαγγελτικές τα επαγγελτικά
      γενική των επαγγελτικών των επαγγελτικών των επαγγελτικών
    αιτιατική τους επαγγελτικούς τις επαγγελτικές τα επαγγελτικά
     κλητική επαγγελτικοί επαγγελτικές επαγγελτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαγγελτικός < ελληνιστική κοινή ἐπαγγελτικός < αρχαία ελληνική ἐπαγγέλλω

  Επίθετο επεξεργασία

επαγγελτικός

  1. που έχει σχέση με επαγγελία / υπόσχεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που συνηθίζει να δίνει υποσχέσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία