Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαγγελματοβιοτεχνικός η επαγγελματοβιοτεχνική το επαγγελματοβιοτεχνικό
      γενική του επαγγελματοβιοτεχνικού της επαγγελματοβιοτεχνικής του επαγγελματοβιοτεχνικού
    αιτιατική τον επαγγελματοβιοτεχνικό την επαγγελματοβιοτεχνική το επαγγελματοβιοτεχνικό
     κλητική επαγγελματοβιοτεχνικέ επαγγελματοβιοτεχνική επαγγελματοβιοτεχνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαγγελματοβιοτεχνικοί οι επαγγελματοβιοτεχνικές τα επαγγελματοβιοτεχνικά
      γενική των επαγγελματοβιοτεχνικών των επαγγελματοβιοτεχνικών των επαγγελματοβιοτεχνικών
    αιτιατική τους επαγγελματοβιοτεχνικούς τις επαγγελματοβιοτεχνικές τα επαγγελματοβιοτεχνικά
     κλητική επαγγελματοβιοτεχνικοί επαγγελματοβιοτεχνικές επαγγελματοβιοτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαγγελματοβιοτεχνικός < επαγγελματοβιοτέχνης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

επαγγελματοβιοτεχνικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία