επίφθεγμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίφθεγμα < ελληνιστική κοινή ἐπίφθεγμα < αρχαία ελληνική ἐπιφθέγγομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίφθεγμα ουδέτερο
- (λόγιο) η επωδός, το τσάκισμα
- ※ Όταν «Η Ρήνα» τραγουδιέται, επαναλαμβάνεται τρεις φορές το μισό του πρώτου ημιστιχίου κάθε στίχου, δηλαδή οι τέσσερις μετρικοί πόδες, και, όταν το ημιστίχιο ολοκληρώνεται, ακούγεται το επίφθεγμα «γιε μ’» στην αρχή του δευτέρου ημιστιχίου, που τελειώνει με το τσάκισμα «πέρδικά μ’ ηλιογραμμένη». (Δημήτριος Πλιάτσικας, Τα πασχαλιάτικα τραγούδια της Καλαμπάκας. Μια αναλυτική προσέγγιση, εκδ. Γένεσις, Καλαμπάκα 2016, σελ. 128–129)
- (ειδικότερα, λόγιο) επιφωνηματική έκφραση καλέσματος ή οδήγησης των ζώων από άνθρωπο (όπως ντε, ψι ψι, πουλ)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίφθεγμα
|
Πηγές επεξεργασία
- (ως ελληνιστικό) «ἐπίφθεγμα» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- επίφθεγμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)