Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίνοια < αρχ. ἐπίνοια < ἐπινοῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίνοια θηλυκό

  • το να είναι κανείς επινοητικός.

  Μεταφράσεις επεξεργασία