Δείτε επίσης: ἐπίκληρος, απόκληρος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επίκληρος οι επίκληροι
      γενική του επίκληρου
επικλήρου
των επίκληρων
επικλήρων
    αιτιατική τον επίκληρο τους επίκληρους
επικλήρους
     κλητική επίκληρε επίκληροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επίκληρος < αρχαία ελληνική ἐπίκληρος < ἐπί + κλῆρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επίκληρος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία