Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επέχω < αρχαία ελληνική ἐπέχω («επέχω θέση»: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tenir lieu)

  Ρήμα επεξεργασία

επέχω

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία