επέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επέχω < αρχαία ελληνική ἐπέχω («επέχω θέση»: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tenir lieu)
Ρήμα
επεξεργασίαεπέχω
Εκφράσεις
επεξεργασία- επέχω θέση (+ γενική): αντικαθιστώ, υποκαθιστώ, ισοδυναμώ, αναπληρώνω
- οποιοδήποτε πιστωτικό έγγραφο μπορεί να επέχει θέση τιμολογίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επέχω θέση