Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξώσφαιρα οι εξώσφαιρες
      γενική της εξώσφαιρας των εξωσφαιρών
    αιτιατική την εξώσφαιρα τις εξώσφαιρες
     κλητική εξώσφαιρα εξώσφαιρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξώσφαιρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξώσφαιρα θηλυκό

  • το πιο εξωτερικό στρώμα της ατμόσφαιρας της Γης, που αρχίζει σε απόσταση 500 χιλιομέτρων από την επιφάνεια του πλανήτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία