Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξωθητήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εξωθητήρ
ας
οι
εξωθητήρ
ες
γενική
του
εξωθητήρ
α
των
εξωθητήρ
ων
αιτιατική
τον
εξωθητήρ
α
τους
εξωθητήρ
ες
κλητική
εξωθητήρ
α
εξωθητήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξωθητήρας
<
εξωθώ
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξωθητήρας
αρσενικό
συσκευή
που
εξωθεί
κάτι προς τα
έξω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωθητήρας