Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξωαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
εξωστικός
,
επωαστικός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξωαστικ
ός
η
εξωαστικ
ή
το
εξωαστικ
ό
γενική
του
εξωαστικ
ού
της
εξωαστικ
ής
του
εξωαστικ
ού
αιτιατική
τον
εξωαστικ
ό
την
εξωαστικ
ή
το
εξωαστικ
ό
κλητική
εξωαστικ
έ
εξωαστικ
ή
εξωαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξωαστικ
οί
οι
εξωαστικ
ές
τα
εξωαστικ
ά
γενική
των
εξωαστικ
ών
των
εξωαστικ
ών
των
εξωαστικ
ών
αιτιατική
τους
εξωαστικ
ούς
τις
εξωαστικ
ές
τα
εξωαστικ
ά
κλητική
εξωαστικ
οί
εξωαστικ
ές
εξωαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξωαστικός
<
έξω
+
αστικός
Επίθετο
επεξεργασία
εξωαστικός, -ή, -ό
(
λόγιο
) που βρίσκεται
έξω
από το
άστυ
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αστικός
και
άστυ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξωαστικός