εξυπνακίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξυπνακίστικος < εξυπνάκιας + -ίστικος
Επίθετο επεξεργασία
εξυπνακίστικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις εξυπνάκιας, έξυπνος και ύπνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξυπνακίστικος
|