Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξυπνακίστικος η εξυπνακίστικη το εξυπνακίστικο
      γενική του εξυπνακίστικου της εξυπνακίστικης του εξυπνακίστικου
    αιτιατική τον εξυπνακίστικο την εξυπνακίστικη το εξυπνακίστικο
     κλητική εξυπνακίστικε εξυπνακίστικη εξυπνακίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξυπνακίστικοι οι εξυπνακίστικες τα εξυπνακίστικα
      γενική των εξυπνακίστικων των εξυπνακίστικων των εξυπνακίστικων
    αιτιατική τους εξυπνακίστικους τις εξυπνακίστικες τα εξυπνακίστικα
     κλητική εξυπνακίστικοι εξυπνακίστικες εξυπνακίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξυπνακίστικος < εξυπνάκιας + -ίστικος

  Επίθετο επεξεργασία

εξυπνακίστικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία